βόρακας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόρακας οι βόρακες
      γενική του βόρακα των βοράκων
    αιτιατική τον βόρακα τους βόρακες
     κλητική βόρακα βόρακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόρακας < (καθαρεύουσα) βόραξ < γαλλική borax < μεσαιωνική λατινική baurach < αραβική بَوْرَق ‎(bawraq) < μέση περσική *būrag (περσικά بوره)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βόρακας αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]