βόσκω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόσκω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βόσκω
Ρήμα[επεξεργασία]
βόσκω, πρτ.: έβοσκα, αόρ.: βόσκησα, παθ.φωνή: βόσκομαι, π.αόρ.: βοσκήθηκα, μτχ.π.π.: βοσκημένος
- (για ζώα) τρώω χορτάρι σε λιβάδι
- μαζεύω και πηγαίνω τα ζώα (αγελάδες και πρόβατα συνήθως) για να φάνε (χορτάρι)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- Πού βόσκεις;: Πού βρίσκεσαι;
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Σημείωση: Οι συνοπτικοί και συντελεσμένοι χρόνοι, όπως και στο βοσκάω/βοσκώ
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βόσκω | έβοσκα | θα βόσκω | να βόσκω | βόσκοντας | |
β' ενικ. | βόσκεις | έβοσκες | θα βόσκεις | να βόσκεις | βόσκε | |
γ' ενικ. | βόσκει | έβοσκε | θα βόσκει | να βόσκει | ||
α' πληθ. | βόσκουμε | βόσκαμε | θα βόσκουμε | να βόσκουμε | ||
β' πληθ. | βόσκετε | βόσκατε | θα βόσκετε | να βόσκετε | βόσκετε | |
γ' πληθ. | βόσκουν(ε) | έβοσκαν βόσκαν(ε) |
θα βόσκουν(ε) | να βόσκουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έβόσκησα | θα βόσκησω | να βόσκησω | βόσκησει | ||
β' ενικ. | έβόσκησες | θα βόσκησεις | να βόσκησεις | βόσκησε | ||
γ' ενικ. | έβόσκησε | θα βόσκησει | να βόσκησει | |||
α' πληθ. | βόσκησαμε | θα βόσκησουμε | να βόσκησουμε | |||
β' πληθ. | βόσκησατε | θα βόσκησετε | να βόσκησετε | βόσκηστε | ||
γ' πληθ. | έβόσκησαν βόσκησαν(ε) |
θα βόσκησουν(ε) | να βόσκησουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βόσκησει | είχα βόσκησει | θα έχω βόσκησει | να έχω βόσκησει | ||
β' ενικ. | έχεις βόσκησει | είχες βόσκησει | θα έχεις βόσκησει | να έχεις βόσκησει | ||
γ' ενικ. | έχει βόσκησει | είχε βόσκησει | θα έχει βόσκησει | να έχει βόσκησει | ||
α' πληθ. | έχουμε βόσκησει | είχαμε βόσκησει | θα έχουμε βόσκησει | να έχουμε βόσκησει | ||
β' πληθ. | έχετε βόσκησει | είχατε βόσκησει | θα έχετε βόσκησει | να έχετε βόσκησει | ||
γ' πληθ. | έχουν βόσκησει | είχαν βόσκησει | θα έχουν βόσκησει | να έχουν βόσκησει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βόσκομαι | βοσκόμουν(α) | θα βόσκομαι | να βόσκομαι | ||
β' ενικ. | βόσκεσαι | βοσκόσουν(α) | θα βόσκεσαι | να βόσκεσαι | ||
γ' ενικ. | βόσκεται | βοσκόταν(ε) | θα βόσκεται | να βόσκεται | ||
α' πληθ. | βοσκόμαστε | βοσκόμαστε βοσκόμασταν |
θα βοσκόμαστε | να βοσκόμαστε | ||
β' πληθ. | βόσκεστε | βοσκόσαστε βοσκόσασταν |
θα βόσκεστε | να βόσκεστε | βόσκεστε | |
γ' πληθ. | βόσκονται | βόσκονταν βοσκόντουσαν |
θα βόσκονται | να βόσκονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βοσκήθηκα | θα βοσκηθώ | να βοσκηθώ | βοσκηθεί | ||
β' ενικ. | βοσκήθηκες | θα βοσκηθείς | να βοσκηθείς | βοσκήσου | ||
γ' ενικ. | βοσκήθηκε | θα βοσκηθεί | να βοσκηθεί | |||
α' πληθ. | βοσκηθήκαμε | θα βοσκηθούμε | να βοσκηθούμε | |||
β' πληθ. | βοσκηθήκατε | θα βοσκηθείτε | να βοσκηθείτε | βοσκηθείτε | ||
γ' πληθ. | βοσκήθηκαν βοσκηθήκαν(ε) |
θα βοσκηθούν(ε) | να βοσκηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βοσκηθεί | είχα βοσκηθεί | θα έχω βοσκηθεί | να έχω βοσκηθεί | βοσκημένος | |
β' ενικ. | έχεις βοσκηθεί | είχες βοσκηθεί | θα έχεις βοσκηθεί | να έχεις βοσκηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει βοσκηθεί | είχε βοσκηθεί | θα έχει βοσκηθεί | να έχει βοσκηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βοσκηθεί | είχαμε βοσκηθεί | θα έχουμε βοσκηθεί | να έχουμε βοσκηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε βοσκηθεί | είχατε βοσκηθεί | θα έχετε βοσκηθεί | να έχετε βοσκηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βοσκηθεί | είχαν βοσκηθεί | θα έχουν βοσκηθεί | να έχουν βοσκηθεί |