Μετάβαση στο περιεχόμενο

βότειρα

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βότειρ αἱ βότειραι
      γενική τῆς βοτείρᾱς τῶν βοτειρῶν
      δοτική τῇ βοτείρ ταῖς βοτείραις
    αιτιατική τὴν βότειρᾰν τὰς βοτείρᾱς
     κλητική ! βότειρ βότειραι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βοτείρ
γεν-δοτ τοῖν  βοτείραιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βότειρα (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βο(τήρ) (βοσκός) + -τειρα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βότειρα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]