βύρσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βύρσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βύρσα οι βύρσες
      γενική της βύρσας των βυρσών
    αιτιατική τη βύρσα τις βύρσες
     κλητική βύρσα βύρσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύρσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βύρσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βύρσα θηλυκό

  • (λόγιο) το δέρμα ενός ζώου που έχει υποστεί ειδική κατεργασία για να έχει μεγάλη αντοχή σε φθορές λόγω σκληρής χρήσης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βύρσ αἱ βύρσαι
      γενική τῆς βύρσης τῶν βυρσῶν
      δοτική τῇ βύρσ ταῖς βύρσαις
    αιτιατική τὴν βύρσᾰν τὰς βύρσᾱς
     κλητική ! βύρσ βύρσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βύρσ
γεν-δοτ τοῖν  βύρσαιν
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύρσα < πιθανόν συνδέεται με τη λατινική burra (πυκνόμαλλο ρούχο) [1]
Κατ' άλλη άποψη ... • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βύρσα θηλυκό

  • δέρμα ζώου που έχει γδαρθεί

Σύνθετα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]