βύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βύω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

βύω

  1. φουσκώνω, στουπώνω, φράζω
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 6 (Ἐρατώ), 125.4
    ἐσπεσὼν δὲ ἐς σωρὸν ψήγματος, πρῶτα μὲν παρέσαξε παρὰ τὰς κνήμας τοῦ χρυσοῦ ὅσον ἐχώρεον οἱ κόθορνοι, μετὰ δὲ τὸν κόλπον πάντα πλησάμενος χρυσοῦ καὶ ἐς τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς διαπάσας τοῦ ψήγματος καὶ ἄλλο λαβὼν ἐς τὸ στόμα ἐξήιε ἐκ τοῦ θησαυροῦ, ἕλκων μὲν μόγις τοὺς κοθόρνους, παντὶ δέ τεῳ οἰκὼς μᾶλλον ἢ ἀνθρώπῳ· τοῦ τό τε στόμα ἐβέβυστο καὶ πάντα ἐξώγκωτο.
    Και ρίχτηκε πάνω σε σωρό με ψήγματα χρυσού· πρώτα πρώτα παραγέμισε το κενό που άφηναν τα πόδια του στις αρβύλες μ᾽ όσο χρυσάφι χωρούσε, κατόπι γέμισε με χρυσάφι όλο τον κόρφο του χιτώνα, πασπάλισε μ᾽ άφθονα ψήγματα τα μαλλιά της κεφαλής του, μ᾽ άλλο χρυσάφι γέμισε το στόμα του και βγήκε απ᾽ το θησαυροφυλάκιο σέρνοντας με δυσκολία τις αρβύλες, κι έμοιαζε μ᾽ οτιδήποτε άλλο παρά με άνθρωπο, αφού και το στόμα του ήταν στουπωμένο και το σώμα του, από την κορφή ώς τα νύχια, εξογκωμένο.
    Μετάφραση (1993): Ηλίας Σπυρόπουλος @greek-language.gr
  2. υπερχειλίζω
    → δείτε παράθεμα στο βεβυσμένος
  3. στουπώνω με κάτι, ταπώνω
    → δείτε παράθεμα στο βεβυσμένος
  4. είμαι βαρήκοος, κουφός

Παράγωγα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]