βῶλος
Εμφάνιση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]θηλυκό ή αρσενικό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ ὁ |
βῶλος | αἱ οἱ |
βῶλοι | ||||
γενική | τῆς τοῦ |
βώλου | τῶν | βώλων | ||||
δοτική | τῇ τῷ |
βώλῳ | ταῖς τοῖς |
βώλοις | ||||
αιτιατική | τὴν τὸν |
βῶλον | τὰς τοὺς |
βώλους | ||||
κλητική ὦ! | βῶλε | βῶλοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βώλω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | βώλοιν | ||||||
Αργότερα, αρσενικό. | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νῆσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βῶλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bol- (βολβός)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βῶλος θηλυκό (σπανιότερα αρσενικό)
Πηγές
[επεξεργασία]- βῶλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βῶλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης θηλυκά ή αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά ή αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' θηλυκά ή αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά ή αρσενικά προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' προπερισπώμενα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπερισπώμενες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)