γάζωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γάζωμα τα γαζώματα
      γενική του γαζώματος των γαζωμάτων
    αιτιατική το γάζωμα τα γαζώματα
     κλητική γάζωμα γαζώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάζωμα < γαζώνω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάζωμα ουδέτερο

  1. το ράψιμο στη ραπτομηχανή
  2. (μεταφορικά) το να γεμίζεις κάτι με τρύπες, πυροβολώντας εναντίον του με ριπή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]