γάμπια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάμπια | οι | γάμπιες |
γενική | της | γάμπιας | — | |
αιτιατική | τη | γάμπια | τις | γάμπιες |
κλητική | γάμπια | γάμπιες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γάμπια | οι | γάμπιες |
γενική | της | γάμπιας | — | |
αιτιατική | τη | γάμπια | τις | γάμπιες |
κλητική | γάμπια | γάμπιες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάμπια < (άμεσο δάνειο) ιταλική gabbia < λατινική cavea < cavus < πρωτοϊταλική *kawos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱowh₁ós (κοίλος) < *ḱewh₁-
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɣa.bi.a/ & /ˈɣa.bʝa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γά‐μπι‐α ή γά‐μπια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάμπια θηλυκό
- (ναυτικός όρος) είδος τετράγωνου ιστίου πάνω από την μαΐστρα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)