γάντι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γάντι | τα | γάντια |
γενική | του | γαντιού | των | γαντιών |
αιτιατική | το | γάντι | τα | γάντια |
κλητική | γάντι | γάντια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

ένα ζευγάρι γάντια
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάντι ουδέτερο
- (ενδυμασία) κάλυμμα για την προστασία του χεριού, από μαλλί, δέρμα, πλαστικό ή άλλο υλικό. Συνήθως καλύπτει το χέρι μέχρι τον καρπό ή σπανίως μέχρι τον αγκώνα και εφαρμόζει στα δάχτυλα επιτρέποντας την κίνησή τους. Εξαίρεση αποτελούν τα γάντια του μποξ, όπου μόνο ο αντίχειρας μπορεί να κινηθεί αυτόνομα.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- φέρομαι με το γάντι: συμπεριφέρομαι με ευγένεια
- μου έρχεται γάντι: μου εφαρμόζει απόλυτα
- ρίχνω το γάντι: προκαλώ κάποιον σε μονομαχία ή γενικότερα σε αντιπαράθεση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
γάντι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γάντι
|