Μετάβαση στο περιεχόμενο

γάνωσις

Από Βικιλεξικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γάνωσῐς αἱ γανώσεις
      γενική τῆς γανώσεως τῶν γανώσεων
      δοτική τῇ γανώσει ταῖς γανώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν γάνωσῐν τὰς γανώσεις
     κλητική ! γάνωσῐ γανώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γανώσει
γεν-δοτ τοῖν  γανωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γάνωσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική γανόω / γανῶ + -σις (-ωσις)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γάνωσις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. η στίλβωση, το να κάνει κάποιος κάτι λαμπερό
  2. η διακόσμηση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]