γάρμπο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Το περιεχόμενο αυτής της σελίδας χρειάζεται αναθεώρηση. Μπορείτε να βρείτε ή να αφήσετε σχόλια στη σελίδα συζήτησης «γάρμπο».
Αναθεώρηση : Το Ιταλικό garbo σημαίνει άγουρο και μεταφορικά ξυνό. Την ίδια χρήση έχει η λέξη στα Κερκυραϊκά σημαίνει αυτό ακριβώς που υπονοεί η λαϊκή ρήση "του/της αρέσουν τα ξυνά". Αρα σημαίνει "παράνομη" ερωτοτροπία..

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γάρμπο < ιταλική garbo

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γάρμπο ουδέτερο

  1. το γάρμπος (κομψότητα)
  2. (στην Κέρκυρα) η ερωτοτροπία, το φλερτ, το κόρτε

Συγγενικά[επεξεργασία]