γάτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάτος | οι | γάτοι |
γενική | του | γάτου | των | γάτων |
αιτιατική | τον | γάτο | τους | γάτους |
κλητική | γάτε | γάτοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάτος < από το ιταλικό gatto < Από το λατινικό cᾰttu, προέλευση αβέβαιη.
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάτος αρσενικό (πληθυντικός γάτοι)
- το αρσενικό της γάτας
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αγριόγατος
- βρομόγατος
- ζηλιαρόγατος
- καραβόγατος
- κεραμιδόγατος
- κοκκινόγατος
- μπακαλόγατος
- σπιτόγατος