γέγωνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γέγωνα < παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γέγωνα
- φωνάζω δυνατά, κράζω, εισακούομαι, γίνομαι κατανοητός
- καὶ οὐδέν σοι μᾶλλον γεγωνεῖν' δύναμαι ἢ εἴ μοι παρεκάθησο λίθος, καὶ οὗτος μυλίας : και δεν μπορώ να σε κάνω να με ακούσεις περισσότερο από όσο θα με άκουγε μια πέτρα και μάλιστα μυλόπετρα
- εξυμνώ
- δηλώνω