γέγωνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γέγωνα < παρακείμενος με σημασία ενεστ., σαν να υπήρξε ενεστώτας γεγώνω ή γεγωνέω

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

γέγωνα

  1. φωνάζω δυνατά, κράζω, εισακούομαι, γίνομαι κατανοητός
    καὶ οὐδέν σοι μᾶλλον γεγωνεῖν' δύναμαι ἢ εἴ μοι παρεκάθησο λίθος, καὶ οὗτος μυλίας : και δεν μπορώ να σε κάνω να με ακούσεις περισσότερο από όσο θα με άκουγε μια πέτρα και μάλιστα μυλόπετρα
  2. εξυμνώ
  3. δηλώνω

Συγγενικά[επεξεργασία]