γέλωτας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γέλωτας < αρχαία ελληνική γέλως

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γέλωτας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]