γέμαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- PAGENAME < γεῦμα, με αφομοίωση [vm] > [mm] και απλοποίηση του διπλού [mm] > [m] [1] <(κληρονομημένο) αρχαία ελληνική gkm
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γέμαν ουδέτερο
- άλλη μορφή του γεῦμα
- άλλες μορφές: γέμα
[επεξεργασία]
- ↑ γιόμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Πηγές[επεξεργασία]
- γέμα(ν) - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].