γέμισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γέμισμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γέμισμα < γεμίζω, γεμισ- + -μα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝe.mi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐μι‐σμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέμισμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του γεμίζω
- η ποσότητα που χωράει ένα δοχείο όταν το γεμίσουμε
- ↪ Πόσα χιλιόμετρα κάνεις με το αυτοκίνητό σου με ένα γέμισμα;
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- γέμισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γέμισμα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέμισμα ουδέτερο
- ※ «γλώσσα» στον Ησύχιο ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Γ
- <γέμος> γέμισμα, πλήρωμα ( ⌘ Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1221 )
Πηγές
[επεξεργασία]- γέμισμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- γέμισμα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από λεξικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)