γένι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένι | τα | γένια |
γενική | του | γενιού | των | γενιών |
αιτιατική | το | γένι | τα | γένια |
κλητική | γένι | γένια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γένι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γένι < αρχαία ελληνική γένειον < γένυς (σαγόνι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝe.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέ‐νι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
γένι ουδέτερο
- (κομμωτική) οι τρίχες στο προσώπο και τα μάγουλα, κυρίως των ανδρών, που έχουν μακρύνει
- (στον πληθυνικό) → δείτε τη λέξη γένια οι τρίχες που φυτρώνουν στα μάγουλα των ανδρών
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παροιμίες
[επεξεργασία]- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται : όλα είναι δυνατά, εκτός αν δεν το επιτρέπει η φύση τους
- ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του : ο καθένας φροντίζει πρώτα για τον εαυτό του
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια : αυτός που έχει προνόμια και ευθύνες πρέπει να αντιμετωπίζει και τις πιθανές δυσκολίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Υπώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γένι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένι ουδέτερο
- άλλη μορφή του γένειον
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- γένειον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κομμωτική (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)