γένι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γένι | τα | γένια |
γενική | του | γενιού | των | γενιών |
αιτιατική | το | γένι | τα | γένια |
κλητική | γένι | γένια | ||
όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γένι < μεσαιωνική ελληνική γένι < αρχαία ελληνική γένειον < γένυς (σαγόνι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένι ουδέτερο
- οι τρίχες στο προσώπο και τα μάγουλα, κυρίως των ανδρών, που έχουν μακρύνει
- (πληθυντικός) οι τρίχες που φυτρώνουν στα μάγουλα των ανδρών
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται : όλα είναι δυνατά, εκτός αν δεν το επιτρέπει η φύση τους
- ο παπάς ευλογάει πρώτα τα γένια του : ο καθένας φροντίζει πρώτα για τον εαυτό του
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια : αυτός που έχει προνόμια και ευθύνες πρέπει να αντιμετωπίζει και τις πιθανές δυσκολίες
[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γένι
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένι ουδέτερο
- άλλη μορφή του γένειον
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- «γένειον» - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). greek‑language.gr - η Πύλη για την ελληνική γλώσσα (του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας).
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι'
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)