γέννημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γέννημα < αρχαία ελληνική γέννημα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέννημα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του γεννώ
- παιδί ή δημιούργημα
- γεννήματα εχιδνών, γεννήματα της αγάπης, γεννήματα της φαντασίας
- αυτό που παράγει η γη, κυρίως τα δημητριακά
- η σοδειά ήταν πλούσια και τα γεννήματα στοιβάζονταν στις αποθήκες
- παιδί ή δημιούργημα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- γέννημα-θρέμμα: αυτός που έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή έχει διαμορφωθεί ως προσωπικότητα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον
- είμαι γέννημα-θρέμμα Αθηναίος