γέννημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γέννημα τα γεννήματα
      γενική του γεννήματος των γεννημάτων
    αιτιατική το γέννημα τα γεννήματα
     κλητική γέννημα γεννήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γέννημα < αρχαία ελληνική γέννημα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γέννημα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα του γεννώ
    1. παιδί ή δημιούργημα
      γεννήματα εχιδνών, γεννήματα της αγάπης, γεννήματα της φαντασίας
    2. αυτό που παράγει η γη, κυρίως τα δημητριακά
      η σοδειά ήταν πλούσια και τα γεννήματα στοιβάζονταν στις αποθήκες

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  1. γέννημα-θρέμμα: αυτός που έχει γεννηθεί και έχει μεγαλώσει σε ένα συγκεκριμένο τόπο ή έχει διαμορφωθεί ως προσωπικότητα σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον
    είμαι γέννημα-θρέμμα Αθηναίος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]