γέρικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γέρικος, -η, -ο
- που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν ηλικιωμένο · που έχει πια γεράσει
- Είπε, κι' ο νους του σάστισε του γέρου απ' την τρομάρα, κι' όρθιες στο γέρικο κορμί τ' ασκώθηκαν οι τρίχες (Αλ. Πάλλη, Μετάφραση της Ιλιάδας, Ω 358-359)
- που είναι μεγάλης ηλικίας (για ζώα)
- ένα γέρικο σκυλί
- (μεταφορικά) παλιός και με όσα προβλήματα συνεπάγεται αυτό
- ένα γέρικο αυτοκίνητο