γέρσιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝeɾ.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γέρ‐σι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γέρσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του γέρνω
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γέρσιμο