γήρας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γήρας | τα | γήρατα |
γενική | του | γήρατος | των | γηράτων |
αιτιατική | το | γήρας | τα | γήρατα |
κλητική | γήρας | γήρατα | ||
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γήρας < αρχαία ελληνική γῆρας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʝi.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γή‐ρας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γήρας ουδέτερο
- τα γηρατειά, η γεροντική ηλικία
- ※ Τᾶς τρίχας ἄσπρης κεφαλῆς / σκοπὸν τᾶς ἔχουν προσβολῆς / κι εἰν' ἐμπαιγμὸς τῆς μοίρας / τὸ παραπαῖον γῆρας. (Γεώργιος Σουρής (1853-1919), Το Παραπαίον Γήρας)
- ※ Η ασθματική απόλαυση της ερωτικής νιότης προ της επελάσεως του γήρατος ή του θανάτου αποτελεί κοινότατο τόπο στην κλασική ερωτογραφία, συχνά με τις ευλογίες μιας εξαπλουστευμένης επικούρειας φιλοσοφίας (Οβίδιος, Η τέχνη και τα αντίδοτα του Έρωτα, μετάφραση Θοδωρής Παπαγγελής, εκδ. Μεταίχμιο, 2021)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γήρας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κρέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ιδιόκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)