γίγαντες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γίγαντες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι γίγαντες
      γενική των γιγάντων
    αιτιατική τους γίγαντες
     κλητική γίγαντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα πιάτο γίγαντες

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γίγαντες< πληθυντικός αριθμός του γίγαντας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γίγαντες αρσενικό πληθυντικός

  1. ποικιλία φασολιών τα οποία καταναλώνονται μόνο ξερά
  2. (γαστρονομία) το λαδερό φαγητό με γίγαντες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]