γα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γα ουδέτερο άκλιτο

πα, βου, γα, δη, κε, ζω, νη

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Μόριο[επεξεργασία]

γα