γαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαία | οι | γαίες |
γενική | της | γαίας | των | γαιών |
αιτιατική | τη | γαία | τις | γαίες |
κλητική | γαία | γαίες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαία < αρχαία ελληνική γαῖα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαία θηλυκό
- η Γη