γαίω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *geh₂widéh₁yeti < *geh₂u- (χαίρομαι, αναγαλλιάζω), συγγενές του γηθέω, γάνυμαι, γαῦρος κ.λπ.

Ρήμα[επεξεργασία]

γαίω (παρατατικός: γαίεσκον)

Πηγές[επεξεργασία]