γαζέλα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | γαζέλα | γαζέλες |
γενική | γαζέλας | γαζελών |
αιτιατική | γαζέλα | γαζέλες |
κλητική | γαζέλα | γαζέλες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαζέλα < γαλλική gazelle < αραβική gazâl, gazâla
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαζέλα θηλυκό
- αντιλόπη του γένους Gazella· ζει κυρίως στην Αφρική και είναι γνωστή για τη μεγάλη ταχύτητα και αντοχή της στο τρέξιμο