γαζέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαζέλα | οι | γαζέλες |
γενική | της | γαζέλας | των | γαζελών |
αιτιατική | τη | γαζέλα | τις | γαζέλες |
κλητική | γαζέλα | γαζέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαζέλα θηλυκό
- αντιλόπη του γένους Gazella· ζει κυρίως στην Αφρική και είναι γνωστή για τη μεγάλη ταχύτητα και αντοχή της στο τρέξιμο