γαζέτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαζέτα | οι | γαζέτες |
γενική | της | γαζέτας | των | γαζετών |
αιτιατική | τη | γαζέτα | τις | γαζέτες |
κλητική | γαζέτα | γαζέτες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαζέτα < (άμεσο δάνειο) βενετική gazeta (Δείτε ιταλικά gazzetta)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαζέτα θηλυκό (επτανησικό ιδίωμα)
- (ιστορία, νόμισμα) το δίλεπτο μεταλλικό κέρμα των Ενετών
- (ιστορία, νόμισμα) οι μικρής αξίας υποδιαιρέσεις της δραχμής
- (ιστορία) η εφημερίδα α) επειδή έδιναν ένα δίλεπτο για να διαβαστούν δημοσίως οι ανακοινώσεις που τοιχοκολούσαν οι εκπρόσωποι της ενετικής δημοκρατίας στις πλατείες και β) επειδή οι Ενετοί κυκλοφόρησαν την πρώτη εβδομαδιαία εφημερίδα με τίτλο Gazetta το 1600
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Επτανησιακά ιδιώματα
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)