γαζία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαζία | οι | γαζίες |
γενική | της | γαζίας | των | γαζιών |
αιτιατική | τη | γαζία | τις | γαζίες |
κλητική | γαζία | γαζίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαζία < (άμεσο δάνειο) βενετική gazia (ιταλική gazzia) < ιταλική acacia < υστερολατινική acacia < ελληνιστική κοινή ἀκακία (αντιδάνειο) [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣaˈzi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐ζί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαζία θηλυκό
- (δέντρο) καλλωπιστικό δέντρο της οικογένειας των Μιμοζιδών, που τα κίτρινα λουλούδια του σχηματίζουν τσαμπιά (Ακακία η φαρνέσιος ή Ακακία η φαρνεζιανή)
- (λουλούδι) το άνθος του παραπάνω δέντρου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαζία
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ γαζία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Λουλούδια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)