γαζώτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαζώτρια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαζώτρια θηλυκό (αρσενικό γαζωτής)
- (επάγγελμα) εργάτρια που δουλεύει στη ραπτομηχανή και γαζώνει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαζώτρια
|