γαιοκτήμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαιοκτήμονας < γαιοκτήμων < γαιο- + κτήμα + -ων < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Landbesitzer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαιοκτήμονας αρσενικό
- ο ιδιοκτήτης (μεγάλης) έκτασης γης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαιοκτήμονας