γαιοκτητικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαιοκτητικός η γαιοκτητική το γαιοκτητικό
      γενική του γαιοκτητικού της γαιοκτητικής του γαιοκτητικού
    αιτιατική τον γαιοκτητικό τη γαιοκτητική το γαιοκτητικό
     κλητική γαιοκτητικέ γαιοκτητική γαιοκτητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαιοκτητικοί οι γαιοκτητικές τα γαιοκτητικά
      γενική των γαιοκτητικών των γαιοκτητικών των γαιοκτητικών
    αιτιατική τους γαιοκτητικούς τις γαιοκτητικές τα γαιοκτητικά
     κλητική γαιοκτητικοί γαιοκτητικές γαιοκτητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαιοκτητικός < γαιο- + κτητικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γαιοκτητικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]