γαιοπρόσοδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαιοπρόσοδος οι γαιοπρόσοδοι (γαιοπρόσοδες)
      γενική της γαιοπροσόδου των γαιοπροσόδων
    αιτιατική τη γαιοπρόσοδο τις γαιοπροσόδους (γαιοπρόσοδες)
     κλητική γαιοπρόσοδε (γαιοπρόσοδο) γαιοπρόσοδοι (γαιοπρόσοδες)
Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαιοπρόσοδος < γαιο- + πρόσοδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαιοπρόσοδος θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]