γαιοπρόσοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαιοπρόσοδος θηλυκό
- (οικονομία) το εισόδημα ενός γαιοκτήμονα από το ενοίκιο που εισπράττει από κάποιον ο οποίος νοίκιασε (με ετήσιο ενοίκιο) τη γη του πρώτου και την εκμεταλλεύεται παραγωγικά, ένα από τα βασικότερα μη δεδουλευμένα εισοδήματα και βασικό στοιχείο αντιπαράθεσης στις οικονομικές θεωρίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαιοπρόσοδος
|