γαλάζιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γαλάζιο | τα | γαλάζια |
γενική | του | γαλάζιου | των | γαλάζιων |
αιτιατική | το | γαλάζιο | τα | γαλάζια |
κλητική | γαλάζιο | γαλάζια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλάζιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαλάζιος. Δείτε και το μεσαιωνικό γαλάζιν. → δείτε περισσότερα στο γαλάζιος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣaˈla.zʝo/ & /ɣaˈla.zi̯o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λά‐ζιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γαλάζιο ουδέτερο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- γαλανό (ανοιχτό γαλάζιο)
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη γαλάζιος
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γαλάζιο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]γαλάζιο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)