Μετάβαση στο περιεχόμενο

γαλέρα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλέρα οι γαλέρες
      γενική της γαλέρας των γαλερών
    αιτιατική τη γαλέρα τις γαλέρες
     κλητική γαλέρα γαλέρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλέρα < (άμεσο δάνειο) βενετική galera

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαλέρα θηλυκό

  • παλιό πολεμικό ιστιοφόρο με κουπιά
    οι σκλάβοι τραβούσαν κουπί στη γαλέρα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]