γαλήνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γαλήνη | ||
γενική | της | γαλήνης | ||
αιτιατική | τη | γαλήνη | ||
κλητική | γαλήνη | |||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλήνη < αρχαία ελληνική γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η ήρεμη κατάσταση της θάλασσας ή της ατμόσφαιρας, γενικά
- (μεταφορικά) η ψυχική και πνευματική ηρεμία
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλήνη
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γαλήνη < γελάω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵelh₂- (λάμπω, είμαι χαρούμενος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλήνη θηλυκό
- η γαλήνη της θάλασσας, η μπουνάτσα
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)