γαλαζοπράσινος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɣa.la.zoˈpɾa.si.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γα‐λα‐ζο‐πρά‐σι‐νος
Επίθετο[επεξεργασία]
γαλαζοπράσινος, -η, -ο
- φυσική ανάμιξη γαλάζιου και πράσινου χρώματος, απόχρωση που είναι ανάμεσα στο γαλάζιο και στο πράσινο (με κυρίαρχο το πρώτο)
- ο γαλαζοπράσινος πλανήτης (ο δικος μας από μακριά)
- η τεχνητή ανάμιξη γαλάζιου και πράσινου (με κυρίαρχο το πρώτο)
- γαλαζοπράσινοι φακοί επαφής
- μεταφορικά, το κοινό σύνολο που σχηματίζει το σύνολο Α της Νέας Δημοκρατίας με το σύνολο Β του ΠΑΣΟΚ
- ο γαλαζοπράσινος υπουργός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλαζοπράσινος
|