Μετάβαση στο περιεχόμενο

γαλακτογόνος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτογόνος η γαλακτογόνος
& γαλακτογόνα
το γαλακτογόνο
      γενική του γαλακτογόνου της γαλακτογόνου
& γαλακτογόνας
του γαλακτογόνου
    αιτιατική τον γαλακτογόνο τη γαλακτογόνο
& γαλακτογόνα
το γαλακτογόνο
     κλητική γαλακτογόνε γαλακτογόνε
& γαλακτογόνα
γαλακτογόνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτογόνοι οι γαλακτογόνοι
& γαλακτογόνες
τα γαλακτογόνα
      γενική των γαλακτογόνων των γαλακτογόνων των γαλακτογόνων
    αιτιατική τους γαλακτογόνους τις γαλακτογόνους
& γαλακτογόνες
τα γαλακτογόνα
     κλητική γαλακτογόνοι γαλακτογόνοι
& γαλακτογόνες
γαλακτογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλακτογόνος < γάλακτ(ος) + -ο- + -γόνος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική lactigène / lactogène)

Επίθετο

[επεξεργασία]

γαλακτογόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]