γαλακτοκομείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλακτοκομείο τα γαλακτοκομεία
      γενική του γαλακτοκομείου των γαλακτοκομείων
    αιτιατική το γαλακτοκομείο τα γαλακτοκομεία
     κλητική γαλακτοκομείο γαλακτοκομεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλακτοκομείο < γαλακτοκόμος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλακτοκομείο ουδέτερο

  1. Η μονάδα παραγωγής γάλακτος
  2. (παρωχημένο) παλιά και το κατάστημα που πουλούσε φρέσκο γάλα, το γαλατάδικο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]