γαλακτοπαραγωγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαλακτοπαραγωγικός η γαλακτοπαραγωγική το γαλακτοπαραγωγικό
      γενική του γαλακτοπαραγωγικού της γαλακτοπαραγωγικής του γαλακτοπαραγωγικού
    αιτιατική τον γαλακτοπαραγωγικό τη γαλακτοπαραγωγική το γαλακτοπαραγωγικό
     κλητική γαλακτοπαραγωγικέ γαλακτοπαραγωγική γαλακτοπαραγωγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαλακτοπαραγωγικοί οι γαλακτοπαραγωγικές τα γαλακτοπαραγωγικά
      γενική των γαλακτοπαραγωγικών των γαλακτοπαραγωγικών των γαλακτοπαραγωγικών
    αιτιατική τους γαλακτοπαραγωγικούς τις γαλακτοπαραγωγικές τα γαλακτοπαραγωγικά
     κλητική γαλακτοπαραγωγικοί γαλακτοπαραγωγικές γαλακτοπαραγωγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλακτοπαραγωγικός < γαλακτοπαραγωγός + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γαλακτοπαραγωγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]