γαλανόλευκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣa.laˈno.lef.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λα‐νό‐λευ‐κη

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

γαλανόλευκη < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γαλανόλευκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλανόλευκη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

γαλανόλευκη: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

γαλανόλευκη