γαλανός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γαλανός | η | γαλανή | το | γαλανό |
γενική | του | γαλανού | της | γαλανής | του | γαλανού |
αιτιατική | τον | γαλανό | τη | γαλανή | το | γαλανό |
κλητική | γαλανέ | γαλανή | γαλανό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γαλανοί | οι | γαλανές | τα | γαλανά |
γενική | των | γαλανών | των | γαλανών | των | γαλανών |
αιτιατική | τους | γαλανούς | τις | γαλανές | τα | γαλανά |
κλητική | γαλανοί | γαλανές | γαλανά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γαλανός < αρχαία ελληνική γαλανός (επειδή έχει το χρώμα που παίρνει η ήρεμη θάλασσα)
Επίθετο
[επεξεργασία]γαλανός, -ή, -ό
- ανοιχτός γαλάζιος
Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]γαλανός < γαληνός
Επίθετο
[επεξεργασία]γαλανός
- δωρικός τύπος του γαληνός
Πηγές
[επεξεργασία]- γαλανός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.