Μετάβαση στο περιεχόμενο

γαλατάδικο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλατάδικο τα γαλατάδικα
      γενική του γαλατάδικου των γαλατάδικων
    αιτιατική το γαλατάδικο τα γαλατάδικα
     κλητική γαλατάδικο γαλατάδικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλατάδικο < γαλατάς + -άδικο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαλατάδικο ουδέτερο

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]