γαληνοτάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γαληνοτάτη< θηλυκό του υπερθ. βαθμ. του επιθέτου γαληνός ως ουσ.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαληνοτάτη θηλυκό αρσενικό γαληνότατος → δείτε τη λέξη
- επίθετο με το οποίο προσαγορεύονταν ηγεμονίδες κατά το Μεσαίωνα.
- η Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας → δείτε τη λέξη .