γαληνότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαληνότητα οι γαληνότητες
      γενική της γαληνότητας των γαληνοτήτων
    αιτιατική τη γαληνότητα τις γαληνότητες
     κλητική γαληνότητα γαληνότητες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαληνότητα < γαλην(ός) + -ότητα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαληνότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (σπάνιο) πραότητα, γλυκύτητα, ηρεμία
  2. (με κεφαλαίο το αρχικό Γ) Γαληνότητα, το αξίωμα των Γαληνοτάτων Αυτοκρατόρων στο Μεσαίωνα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]