γαλιάντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλιάντρα οι γαλιάντρες
      γενική της γαλιάντρας
    αιτιατική τη γαλιάντρα τις γαλιάντρες
     κλητική γαλιάντρα γαλιάντρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλιάντρα < μεσαιωνική ελληνική καλιάντρα < λατινική calandra < ελληνιστική κοινή κάλανδρος / καλάνδρα, όνομα πουλιού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλιάντρα θηλυκό

  1. ωδικό πουλί
  2. (μεταφορικά) φλύαρη γυναίκα
  3. (μεταφορικά) γόησσα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]