γαλλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλλίζω < Γαλλία, Γάλλος ή γαλλισμός< + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γαλλίζω συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. συμπεριφέρομαι σαν Γάλλος, ασπάζομαι τους γαλλικούς τρόπους
  2. (πολιτική) είμαι φιλογάλλος, ασπάζομαι την γαλλική πολιτική οπτική
  3. μιλώ γαλλικά/την γαλλική γλώσσα
    • έχοντας ζήσει αρκετά με γαλλόφωνους, μιλώ άλλη (ή άλλες γλώσσες) γαλλότροπα, με γαλλική προφορά
  4. ασπάζομαι ιδέες, αξίες και γαλλικά ιδεώδη

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]