γαλλίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
γαλλίζω συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)
- συμπεριφέρομαι σαν Γάλλος, ασπάζομαι τους γαλλικούς τρόπους
- (πολιτική) είμαι φιλογάλλος, ασπάζομαι την γαλλική πολιτική οπτική
- μιλώ γαλλικά/την γαλλική γλώσσα
- έχοντας ζήσει αρκετά με γαλλόφωνους, μιλώ άλλη (ή άλλες γλώσσες) γαλλότροπα, με γαλλική προφορά
- ασπάζομαι ιδέες, αξίες και γαλλικά ιδεώδη
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γαλλίζω | γάλλιζα | θα γαλλίζω | να γαλλίζω | γαλλίζοντας | |
β' ενικ. | γαλλίζεις | γάλλιζες | θα γαλλίζεις | να γαλλίζεις | γάλλιζε | |
γ' ενικ. | γαλλίζει | γάλλιζε | θα γαλλίζει | να γαλλίζει | ||
α' πληθ. | γαλλίζουμε | γαλλίζαμε | θα γαλλίζουμε | να γαλλίζουμε | ||
β' πληθ. | γαλλίζετε | γαλλίζατε | θα γαλλίζετε | να γαλλίζετε | γαλλίζετε | |
γ' πληθ. | γαλλίζουν(ε) | γάλλιζαν γαλλίζαν(ε) |
θα γαλλίζουν(ε) | να γαλλίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γάλλισα | θα γαλλίσω | να γαλλίσω | γαλλίσει | ||
β' ενικ. | γάλλισες | θα γαλλίσεις | να γαλλίσεις | γάλλισε | ||
γ' ενικ. | γάλλισε | θα γαλλίσει | να γαλλίσει | |||
α' πληθ. | γαλλίσαμε | θα γαλλίσουμε | να γαλλίσουμε | |||
β' πληθ. | γαλλίσατε | θα γαλλίσετε | να γαλλίσετε | γαλλίστε | ||
γ' πληθ. | γάλλισαν γαλλίσαν(ε) |
θα γαλλίσουν(ε) | να γαλλίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γαλλίσει | είχα γαλλίσει | θα έχω γαλλίσει | να έχω γαλλίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γαλλίσει | είχες γαλλίσει | θα έχεις γαλλίσει | να έχεις γαλλίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γαλλίσει | είχε γαλλίσει | θα έχει γαλλίσει | να έχει γαλλίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γαλλίσει | είχαμε γαλλίσει | θα έχουμε γαλλίσει | να έχουμε γαλλίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γαλλίσει | είχατε γαλλίσει | θα έχετε γαλλίσει | να έχετε γαλλίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γαλλίσει | είχαν γαλλίσει | θα έχουν γαλλίσει | να έχουν γαλλίσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλλίζω
|