γαλλικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
γαλλικά <
- γλώσσα: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γαλλικός στον πληθυντικό < Γαλλία
- οικείο: αντιφατικά, με σκωπτική διάθεση, επειδή θεωρούσαν τα γαλλικά γλώσσα «των σαλονιών»
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλλικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (γλώσσα) η γαλλική γλώσσα, η γλώσσα που μιλούν στη Γαλλία και στις πρώην αποικίες της
- (μεταφορικά), (οικείο) οι βρισιές, οι χυδαίες εκφράσεις
- φταίω εγώ τώρα να τον αρχίσω στα γαλλικά;
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μέση γαλλική γλώσσα
- παλαιά γαλλικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαλλικά
Επίρρημα[επεξεργασία]
γαλλικά
- στη γαλλική γλώσσα
- Μη μου μιλάς γαλλικά, δεν καταλαβαίνω τίποτα!
- έτσι όπως κάνουν οι Γάλλοι
- το έστριψε αλά γαλλικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
γαλλικά
- ουδέτερο του γαλλικός, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού