γαλονού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαλονού οι γαλονούδες
      γενική της γαλονούς των γαλονούδων
    αιτιατική τη γαλονού τις γαλονούδες
     κλητική γαλονού γαλονούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλονού < γαλον(άς + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣa.loˈnu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐λο‐νού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλονού θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε γαλονάς