γαλόνι
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | γαλόνι | γαλόνια |
γενική | γαλονιού | γαλονιών |
αιτιατική | γαλόνι | γαλόνια |
κλητική | γαλόνι | γαλόνια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαλόνι < → Η ετυμολογία λείπει.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γαλόνι ουδέτερο
- αγγλοσαξωνική μονάδα όγκου, ίσο με 4,405 λίτρα (ξηρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 3,785 λίτρα (υγρό γαλόνι στις ΗΠΑ) ή 4,454 λίτρα (αυτοκρατορικό γαλόνι στο Ηνωμένο Βασίλειο)
- διακριτικό που φέρουν οι αξιωματικοί και δηλώνει το βαθμό τους
- του ξήλωσαν τα γαλόνια (τον καθαίρεσαν)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακριτικό βαθμού