γαμάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαμάτα < γαμάτος

Επίρρημα[επεξεργασία]

γαμάτα (τροπικό)

περάσαμε γαμάτα στην εκδρομή.

αντώνυμη έκφραση[επεξεργασία]